απόκριμα

απόκριμα
το (AM ἀπόκριμα)
ό,τι αποβάλλεται από τον οργανισμό
αρχ.-μσν.
η καταδίκη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀπόκριμα — judicial sentence neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκριμάτων — ἀπόκριμα judicial sentence neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρίματα — ἀπόκριμα judicial sentence neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόλυμα — το (Α ἀπόλυμα) 1. το να απολύσεις, να αφήσεις ελεύθερο (απόλυμα των μαθητών, των ζωντανών, του νερού κ.λπ.) 2. το τέλος της θείας λειτουργίας 3. η έξοδος του σμήνους των μελισσών από την κυψέλη και το ίδιο το θυγατρικό, το νέο σμήνος 4. ιατρ.… …   Dictionary of Greek

  • βισμούθιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Bi. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 83. Το β. απαντάται σε περιορισμένες ποσότητες στη φύση και βρίσκεται είτε στη φυσική του κατάσταση είτε σε μερικά ορυκτά όπως η βισμουθίνη… …   Dictionary of Greek

  • ՎՃԻՌ — (վճռոյ, ով, ոց, կամ վճռի, ռաւ.) NBH 2 0827 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. ἁπόκριμα, ἁπόφασις , ψῆφος, ψήφισμα, χρηματισμός եւն. sententia, enunciatio, decretum, responsum πέρας terminus… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”